ὅσιος

ὅσιος
-α,-ον + A 3-1-2-37-35=78 Dt 29,18; 32,4; 33,8; 2 Sm 22,26; Is 55,3
holy (of God) Dt 32,4; holy, pious, devoted to God (of humans) Ps 31(32),6; holy, pious (of thoughts) 2 Mc 12,45; οἱ ὅσιοι the saints Ps 29(30),5; (τὰ) ὅσια the divine decrees, the holy things Wis 6,10; kindness, grace Dt 29,18
οὐχ ὅσιος ungodly Ps 42(43),1
Cf. BARR 1961, 111; BOLKESTEIN 1936 168.184.210; DODD 1954, 62-64; DOGNIEZ 1992 301(Dt 29,18);
DUPONT 1961=1967 337-359 (esp.342-344); LARCHER 1984, 414-415; LIFSHITZ 1962a, 73; PRIJS 1948
43(n.3); WEVERS 1995 511(Dt 32,4)

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὅσιος — hallowed masc nom sg ὅσιος hallowed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὅσιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όσιος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Άκμασε την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ως επίσκοπος της Καρδούη ή Κορδούη της Ισπανίας. Πήρε μέρος στην A’ Οικουμενική Σύνοδο η οποία έγινε στη Νίκαια καθώς και στη Σύνοδο της Σαρδικής (347), κατά την… …   Dictionary of Greek

  • όσιος — α, ο 1. ο σύμφωνος με το θείο νόμο, ο θείος: Δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο. 2. ο αφιερωμένος στο θεό, ο ασκητής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κανίδης ο όσιος — (4ος αι. μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας που καταγόταν από την Καππαδοκία. Ασκήτεψε σε μια ορεινή σπηλιά στα χρόνια της βασιλείας του Θεοδοσίου του Μεγάλου. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Ιουνίου …   Dictionary of Greek

  • ὁσιώτερον — ὅσιος hallowed adverbial comp ὅσιος hallowed masc acc comp sg ὅσιος hallowed neut nom/voc/acc comp sg ὅσιος hallowed masc acc comp sg ὅσιος hallowed neut nom/voc/acc comp sg ὅσιος hallowed adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁσιωτάτω — ὅσιος hallowed masc/neut nom/voc/acc superl dual ὅσιος hallowed masc/neut gen superl sg (doric aeolic) ὅσιος hallowed masc/neut nom/voc/acc superl dual ὅσιος hallowed masc/neut gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁσιωτάτων — ὅσιος hallowed fem gen superl pl ὅσιος hallowed masc/neut gen superl pl ὅσιος hallowed fem gen superl pl ὅσιος hallowed masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁσιωτέρων — ὅσιος hallowed fem gen comp pl ὅσιος hallowed masc/neut gen comp pl ὅσιος hallowed fem gen comp pl ὅσιος hallowed masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁσιώτατα — ὅσιος hallowed adverbial superl ὅσιος hallowed neut nom/voc/acc superl pl ὅσιος hallowed adverbial superl ὅσιος hallowed neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁσιώτατον — ὅσιος hallowed masc acc superl sg ὅσιος hallowed neut nom/voc/acc superl sg ὅσιος hallowed masc acc superl sg ὅσιος hallowed neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”